Η υπό διαμόρφωση περιοχή αποτελεί ενδοαστικό χώρο στις παρυφές του πολεοδομικού ιστού, σε άμεσο συσχετισμό με τη φύση. Χαρακτηρίζεται από «κλειστότητα» με μοναδική οπτική φυγή προς το νότο, προς τους παρακείμενους λόφους. Διακρίνεται σε τρεις περιοχές σχεδόν απομονωμένες μεταξύ τους, που δεν έχουν προκύψει από ένα συγκεκριμένο πολεοδομικό σχεδιασμό ελεύθερου χώρου, αλλά αποτελούν τυχαίο υπόλοιπο οικοπεδοποίησης γύρω από την κοίτη του ρέματος. Ως εκ τούτου χαρακτηρίζονται από έλλειψη γεωμετρικής σαφήνειας.
Η θέση των χώρων διαμόρφωσης, η σχέση τους με την εξοχή αλλά και με την πλέον πολυσύχναστη περιοχή της πόλης, την παραλία, υποβάλλει την ιδέα και οδηγεί στην ακόλουθη πρόταση:
Τα διαδοχικά μέρη της περιοχής να αποτελέσουν τμήματα ενός άξονα που θα συνδέει την παραλία με την ορεινή εξοχή. Δηλαδή να δημιουργηθεί ένας πεζοπορικός άξονας και συγκεκριμένα από τη θέση του τουριστικού περιπτέρου όπου και η φυσική εκβολή του ρέματος, προς την περιβάλλουσα την πόλη εξοχή κατά μήκος της ρεματιάς.
Το εγχείρημα αυτό θα απαιτήσει εκτός από την διαμόρφωση του ρέματος και μια σειρά ήπιων και εφικτών επεμβάσεων, τόσο στο εντός της πόλης τμήμα του άξονα, όσο και στο φυσικό τοπίο. Η σπουδαιότητα αυτού του πόλου έλξης και η λειτουργία του άξονα σύνδεσης, εκτός από το ενδιαφέρον που θα προκαλέσει στους κατοίκους της πόλης και στους επισκέπτες, θα συμβάλει στην αναβάθμιση του χώρου διαμόρφωσης από ένα αποσπασματικό συμβάν της πόλης, σε ένα χώρο με ακτινοβολία και σημασία για το σύνολό της. Έναν τόπο με χαρακτήρα και συμπύκνωση νοημάτων, τον τελευταίο διαμορφωμένο αστικό χώρο στην πορεία εξόδου προς την φύση.
Η επέμβαση επιχειρεί την ερμηνεία των τριών τμημάτων που συγκροτούν την περιοχή, ανάλογα με το σχήμα, το μέγεθος, το ανάγλυφο του εδάφους, τα όρια και τις θέες που διαφοροποιεί τον ρόλο της κάθε περιοχής, ως προς την σημασία και την σχέση του με το περιβάλλον.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό της τοπογραφίας της ευρύτερης περιοχής είναι τα πολλαπλά ρέματα που την διαπερνούν.
Ο σχεδιασμός της επέκτασης της πόλης, δεν έχει λάβει υπ’ όψιν αυτή την ιδιομορφία, με τρόπο που και τα ρέματα να προστατεύσει και ο δομημένος χώρος να αποκτήσει την μορφολογική ιδιαιτερότητα, που προκύπτει από αυτά.
Το κενό αυτό δεν έχει προκύψει από συγκεκριμένο πολεοδομικό σχεδιασμό ελεύθερου χώρου, αλλά αποτελεί τυχαίο υπόλοιπο οικοπεδοποίησης γύρω από την κοίτη του ρέματος. Ως εκ τούτου χαρακτηρίζεται από έλλειψη γεωμετρικής σαφήνειας.
Η θέση των χώρων διαμόρφωσης, η σχέση τους με την εξοχή αλλά και με την πλέον πολυσύχναστη περιοχή της πόλης, την παραλία, υποβάλλει την ιδέα και οδηγεί στην πρόταση:
Τα διαδοχικά μέρη της περιοχής να αποτελέσουν τμήματα ενός οδοιπορικού άξονα που θα συνδέει την παραλία με την ορεινή εξοχή νότια της πόλης.
Η ιδέα αυτή θα συμβάλει στη μεταβολή του χώρου από ένα απομονωμένο και αποσπασματικό συμβάν, σε ένα χώρο με ευρύτερη και υπερτοπική σημασία, στην πορεία εξόδου προς τη φύση και αντίστροφα.
Η επέμβαση επιχειρεί την ερμηνεία των τριών διαφορετικών τμημάτων που συγκροτούν την περιοχή, διαφοροποιώντας το ρόλο του κάθε ενός, ως προς την σημασία του και την σχέση του με το περιβάλλον.
Έτσι έχουμε:
- Μια εισαγωγή με χαρακτήρα υποδοχής και ορισμού κατεύθυνσης.
- Ένα κύριο μέρος με ποικίλες διαμορφώσεις κοινωνικών δημόσιων χώρων. (Πέτρινη πλατεία, κυλικείο, παιχνιδότοπους).
- Ένα τρίτο μέρος διαμορφωμένο σε αλσύλλιο ως προετοιμασία εξόδου προς τη φύση.
Το ρέμα, που αυτό το τμήμα του είναι καλυμμένο, υποκαθίσταται με τεχνητή ροή νερού που διατρέχει το σύνολο της διαμόρφωσης.
Μπούκη Μπάμπαλου-Νουκάκη & Αντώνης Νουκάκης, Ερμηνεύοντας τον τόπο, διάλεξη στο ΚΑΜ, Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου στα Χανιά, Οκτώβριος, 2009
- 1ο Βραβείο, Πανελλήνιος Αρχιτεκτονικός Διαγωνισμός
αρχιτεκτονική μελέτη:
- Αντώνης Νουκάκης